κωνοειδοῦς

κωνοειδοῦς
κωνοειδής
conical
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …   Dictionary of Greek

  • σταλαγμίτης — Ασβεστολιθικό απόθεμα στο έδαφος σπηλαίου, που σχηματίζεται με τη μορφή κωνοειδούς στήλης από τα νερά της οροφής του. Βρίσκεται συνήθως κάτω από κάποιο σταλακτίτη και δημιουργείται όπως ακριβώς και αυτός. Βλ. λ. σταλακτίτης. * * * ο, Ν γεωλ.… …   Dictionary of Greek

  • σφηνόδους ο στικτός ή τουατάρα — (sphenodon punctatum ή hatteria punctata). Ερπετό της οικογένειας των Σφηνοδοντιδών, της τάξης των ρυγχοκεφαλίων, της οποίας είναι σήμερα ο μοναδικός εκπρόσωπος. Το τυπικό αυτό δείγμα ζωντανού απολιθώματος, που μελετήθηκε μόνο μετά το 1830 και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”